ἱππώδης

ἱππώδης
ἱππ-ώδης, ες,
A horse-like, X.Eq.1.11 ([comp] Comp.), Poll.1.192;

κεφαλή Hippiatr.14

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιππώδης — ἱππώδης, ες (ΑΜ) [ίππος] όμοιος με ίππο …   Dictionary of Greek

  • ἱππώδη — ἱππώδης horse like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἱππώδης horse like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἱππώδης horse like masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππῶδες — ἱππώδης horse like masc/fem voc sg ἱππώδης horse like neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι …   Dictionary of Greek

  • ἱππωδεστέραν — ἱππωδεστέρᾱν , ἱππώδης horse like fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”